- ὑπέσται
- ὕπειμι 1sum to be underfut ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιμωρώ — τιμωρῶ, έω, ΝΜΑ [τιμωρός] επιβάλλω τιμωρία για αξιόποινη πράξη, κολάζω νεοελλ. 1. πατάσσω, πλήττω («θα σέ τιμωρήσει ο θεός») 2. βασανίζω, ταλαιπωρώ («τί σού έκανα και μέ τιμωρείς σκληρά;») αρχ. 1. εκδικούμαι («τῷ θανάτῳ τοῡ πατρός τιμωρεῑς», Διον … Dictionary of Greek
ὕπεστ' — ὕπεστι , ὕπειμι 1 sum to be under pres ind act 3rd sg ὕπεστε , ὕπειμι 1 sum to be under pres ind act 2nd pl ὕπεσται , ὕπειμι 1 sum to be under fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)